- σινδονοφόρος
- ὁ, Α1. ιερέας με ένδυμα από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα2. υπάλληλος λουτρού που έφερνε την σινδόνα, την πετσέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, -όνος «λεπτό ύφασμα» + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σινδονοφορώ — έω, Α [σινδονοφόρος] φορώ ενδύματα από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα … Dictionary of Greek